
Το απόσταγμα των μελισσοκόμων
Μουντοβίνα
Στην περιοχή της Μακεδονίας –ειδικότερα στην περιοχή της
Αρναίας Χαλκιδικής– εδώ και δεκάδες χρόνια, οι ντόπιοι με-
λισσοκόμοι αξιοποιούν τις «χαλασμένες» (τρυγηθείσες) κηρύ-
θρες και τα υπολείμματα του μελιού σ’ αυτές. Αφού αφαιρέ-
σουν (τρυγήσουν) το μέλι, ζυμώνουν τα σάκχαρα στα υπολείμ-
ματα και αποστάζουν το ζυμωμένο γλευκόμελο για να παρα-
σκευάσουν το δικό τους ποτό, το οποίο ονομάζουν Μουντοβί-
να.
Ιστορικά στοιχεία που συνδέονται με την παραγωγή της
Μουντοβίνα στην Αρναία, τουλάχιστον από τις αρχές του 20ού
αιώνα, είναι:
ñ Η άδεια κατοχής άμβυκα απόσταξης, με ημερομηνία έκδοσης
στις 3 Μαρτίου του 1936, στον οποίο αποστάζαν οι μελισσο-
κόμοι μέχρι το έτος 2010.
ñ Η βεβαίωση από την Ιερά Μονή Βατοπεδίου, με ημερομηνία
σύνταξης στις 14 Μαρτίου του έτους 1943, ότι είναι κάτοχος
της χειροκίνητης πρέσας.
ñ Η συνταγή της προετοιμασίας, της ζύμωσης και της απόσταξης
για την παραγωγή της Μουντοβίνα, που παραδίδεται από γε-
νιά σε γενιά μέχρι σήμερα.
Γενικά, η ζύμωση του μελιού ως φυσικού φαινομένου είναι
γνωστή από την αρχαιότητα. Στους αρχαίους Έλληνες, ο Αρι-
στοτέλης το αναφέρει στα Μετεωρολογικά, ενώ ο Ηρόδικος, αρ-
χαίος Ιπποκρατικός γιατρός, απέδιδε στο ποτό από τη ζύμωση
του μελιού φαρμακευτικές ιδιότητες. Στην αρχαία Βαβυλώνα,
ο πατέρας της νύφης προσέφερε στον γαμπρό «υδρόμελι»
(honey) για το μήνα μετά τον γάμο και, επειδή το ημερολόγιο
τότε βασιζόταν στη σελήνη (moon), ο μήνας αυτός ονομάστηκε
honey moon.
Η λέξη Μουντοβίνα, σύμφωνα με μαρτυρίες των κατοίκων
της Αρναίας, προέρχεται από το μουντό(ς) + βίνα (vina), δηλ.
από το σκούρο χρώμα, λόγω χρωστικών, που έπαιρνε το προς
απόσταξη ζυμωμένο γλευκόμελο από το κερί, και τη λατινική
λέξη vinum = κρασί.
Στα αγγλικά το mead (κρασί από μέλι) προέρχεται από το
παλαιότερο αγγλικό medu, στα γερμανικά το meduz, στα Σλα-
βικά το medovina, medica ή Medovukha, στα Ρωσικά το myod
και στις χώρες της Βαλτικής το midus. Όλα αυτά αποτελούν
διάφορες παραλλαγές του ιδίου προϊόντος, δηλ. ενός αλκοο-
λούχου ποτού που προέκυψε από τη ζύμωση μελιού και αρω-
ματίστηκε με ποικίλα βότανα, που ευδοκιμούν στις διάφορες
χώρες. Τέλος, να σημειωθεί ότι ήταν το αγαπημένο ποτό των
Βίκινγκς.
Σήμερα, από την ελληνική λέξη Υδρόμελο ή Υδρόμελι
προέρχονται και οι λέξεις hidromiel και aquamiel (ισπανικά),
idromele (ιταλικά), hydromel (αγγλικά, γαλλικά και πορτογα-
λικά).
Η Μουντοβίνα, ως αλκοολούχο ποτό, συμπεριλαμβάνεται
στην Εθνική Νομοθεσία και ακολουθεί τους κανόνες που της έχει οριοθετήσει
. Οι πρώτες ύλες
1. Το μέλι
Το κύριο συστατικό του μελιού είναι τα σάκχαρα, που απο-
τελούν κατά μ.ο. περίπου το 80% (ως έχει) ή το 95-97% (επί
ξηρού) της σύστασής του.

Το μεγαλύτερο πλεονέκτημά του εί-
ναι οι μονοσακχαρίτες φρουκτόζη και γλυκόζη, που περιέχο -
νται σε συντριπτική πλειοψηφία (85-95% του συνόλου των
σακχάρων). Αυτά τα δύο απλά σάκχαρα δεν υπάρχουν αυτούσια
στο νέκταρ που παίρνει η μέλισσα από τα λουλούδια, αλλά εί-
ναι προϊόντα διάσπασης της σουκρόζης (σακχαρόζης) που πε-
ριέχεται στους φυσικούς χυμούς των λουλουδιών. Η σουκρόζη
(σακχαρόζη), ως δισακχαρίτης, διασπάται (ιμβερτοποιείται) με
την επίδραση της ιμβερτάσης, ενός ενζύμου που εκκρίνεται από
τους αδένες της μέλισσας. H ενζυματική αυτή διεργασία απο-
καλείται και «ωρίμανση» του μελιού.
Η υπόλοιπη σακχαρόζη, που δεν διασπάστηκε, συνεχίζει να
υπάρχει στο μέλι, αλλά σε χαμηλά ποσοστά πλέον: μέχρι ~7%
στο μέλι ανθέων και μέχρι ~12% στο μέλι από μελιτώματα
(πεύκο, έλατο).
Με τη βοήθεια της Υγρής Χρωματογραφίας ανιχνεύθηκαν,
σε πολύ μικρότερες ποσότητες, περισσότερες από 20 ενώσεις
της ομάδας των υδατανθράκων (σακχάρων) ανάλογα με την
προέλευση του μελιού, όπως η μαλτόζη, η ισομαλτόζη, η κε-
λοβιόζη, η τρεχαλόζη (μη αναγωγικός δισακχαρίτης), η ραφινό-
ζη, οι δεξτρίνες κ.ά.

2. Tο κερί
Το κερί, που παράγεται από τους κηρογόνους αδένες των
νεαρών εργατριών, είναι λιπαρή άσπρη ουσία, η οποία χρω-
ματίζεται συνήθως κίτρινη από τα καροτινοειδή της γύρης. Δεν
To κερί μετά τον διαχωρισμό του συμμετέχει στη διαδικασία της ζύμωσης,
αφού απομακρύνεται από το προς ζύμωση μίγμα, και δεν περιέχει σάκχαρα.
Επηρεάζει, όμως, τον σχηματισμό του αρώματος στο απόσταγμα.
Το κερί περιέχει ένα πολύ μεγάλο αριθμό ουσιών. Έχουν
ανιχνευθεί τουλάχιστον 300 φυσικές ουσίες, που ταξινομού -
νται, όπως παρακάτω:
ñ Υδρογονάνθρακες: 16%
ñ Αλκοόλες: 30%
ñ Υδρόξυοξέα: 15%
ñ Λιπαρά οξέα: 30%
ñ Διόλες: 4%
ñ Λοιπές (χρωστικές, πρόπολη, γύρη, νέκταρ): 5%
Το κερί έχει το άρωμα και τη γεύση που παίρνει από το μέλι,
την πρόπολη και τη γύρη από τα οποία προέρχεται, αφού για
να παράγει η μέλισσα ένα κιλό κερί καταναλώνει από 8,5 μέχρι
10 κιλά μέλι.
Το κερί διαλύεται σε αρκετούς οργανικούς διαλύτες: στον
αιθέρα, στη βενζίνη, στο νέφτι και στον διθειούχο άνθρακα,
ενώ δεν διαλύεται στο νερό και στην αιθυλική αλκοόλη.
Το φυσικό κερί
ñ σε χαμηλές θερμοκρασίες σπάζει,
ñ στους 30ÆC μαλακώνει,
ñ στους 63ÆC λιώνει, και
ñ στους 230ÆC βράζει.
Τέλος, μία κυψέλη με 20 πλαίσια περιέχει περίπου 1,5 κιλό
κεριού.
Η προεταιμασία
Οι μελισσοκόμοι, προκειμένου να πάρουν το μέλι, συνθλί-
βουν (τρυγούν) τις κηρύθρες, τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμ-
βριο. Το μέλι που εγκλωβίζεται στο κερί, μετά τον τρύγο, μαζί
με τα διάφορα απολεπίσματα από τις κηρύθρες των μελισσών,
συγκεντρώνονται και αποτελούν την πρώτη ύλη.

Η ποσότητα που απαιτεί «η συνταγή» για την παρασκευή
της Μουντοβίνας είναι 110 περίπου κιλά υπολειμμάτων μελιού,
στα οποία προστίθενται 40 περίπου κιλά νερό. Το μίγμα (νερό,
μέλι και κερί) βράζεται περίπου για 1,5 έως 2 ώρες, προκειμέ-
νου να λιώσει το κερί και να σχηματισθεί χυλός. Το ζεστό πλέ-
ον μίγμα διηθείται με φίλτρο – χωνί σίκαλης (αυτό είχαν τότε
στη διάθεσή τους), ενώ παράλληλα πιέζεται και με ειδική πρέ-
σα.
Το διήθημα ρέει σε δεξαμενή, οπότε σχηματίζονται δύο
υγρές στοιβάδες. Η άνω στοιβάδα αποτελείται από το κερί, αυ-
τό που δεν κρατήθηκε από το φίλτρο και, ως ελαφρύτερο,
αφαιρείται. Η κάτω στοιβάδα αποτελείται από το μουστόμελο ή
γλευκόμελο με όλα τα σάκχαρα, τις χρωστικές και τις αρωματι-
κές ουσίες, που κρατήθηκαν από το μέλι και το κερί. Η προ-
ετοιμασία αυτή επαναλαμβάνεται, μέχρις ότου συγκεντρωθούν
συνολικά 1.200-1.300 κιλά έτοιμου προς ζύμωση μουστόμε-
λου. Στη συνέχεια, το μίγμα αυτό αποθηκεύεται σε μεγάλα βα-
ρέλια και αφήνεται για να ζυμωθεί αργά-αργά, μέχρι τις πρώτες
ημέρες του Ιουνίου.
Σήμερα, οι μελισσοκόμοι μετρούν την πυκνότητα του μου-
στόμελου με μπωμόμετρα, πρέπει δε να είναι μεγαλύτερη από
8,5 Beã και μέχρι περίπου 12 Beã, προκειμένου να έχουμε ομα-
λή ζύμωση και ικανοποιητική παραγωγή αποστάγματος.
Στην περίπτωση που δεν επιτυγχάνεται η πυκνότητα αυτή,
δηλαδή τα σάκχαρα από τα υπολείμματα μελιού είναι φτωχά,
μπορεί να «διορθωθεί» με την προσθήκη ποσότητας μελιού,
ώστε να έχουμε την επιθυμητή ποσότητα σακχάρων.
Οι ζύμες – Η ζύμωση
Η διαδικασία της ζύμωσης, που είναι αερόβια, είναι γνωστή
στους μελισσοκόμους και ως «ξίνισμα», διότι το μέλι, λόγω
των εκλεκτών ποιοτικά και ποσοτικά σακχάρων που περιέχει,
αποτελεί άριστο θρεπτικό υπόστρωμα για ζύμες και μύκητες.
Για να ξεκινήσει η ζύμωση ως επιθυμητή ή ανεπιθύμητη
διεργασία, πρέπει να υπάρχουν οι ζύμες που θα μετατρέψουν
τα σάκχαρα σε αιθυλική αλκοόλη και διοξείδιο του άνθρακα.
Οι υπάρχουσες ζύμες στο μέλι είναι ωσμόφιλες και ανήκουν
στα παρακάτω γένη:
ñ Ζαχαρομύκητες (Saccharomyces),
ñ Ζυγοζαχαρομύκητες (Zygosaccharomyces),
ñ Νηματόσπορα (Nematospora),
ñ Σχιζοζαχαρομύκητες (Schizosaccharomyces),
ñ Τορούλα (Torula)
και βρίσκονται παντού:
ñ στον αέρα (τα σπόριά τους),
ñ στο νέκταρ,
ñ στη μέλισσα,
ñ στην κυψέλη και
ñ στα εργαλεία του μελισσοκόμου.
Κύριος παράγοντας για την έναρξη και περάτωση της ζύμω-
σης είναι η θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Πειραματικές με-
λέτες έχουν αποδείξει ότι από τους 14 μέχρι 21ÆC οι ζύμες πα-
ρουσιάζουν τη μέγιστη δράση τους, ενώ σε θερμοκρασίες μι-
κρότερες των 10ÆC και μεγαλύτερες των 27ÆC αδρανοποιούνται.
Επειδή πριν από την έναρξη της ζύμωσης το κερί διαχωρί-
ζεται από το μίγμα («μουστόμελο» ή «γλευκόμελο»), είναι πο-
λύ σημαντικό να γνωρίζουμε την επίδραση της θερμοκρασίας
στις ζύμες (θερμοανθεκτικότητά τους), ώστε, όταν γίνεται ο
διαχωρισμός αυτός με τη θέρμανση, να γνωρίζουμε ποια είναι
η κατάστασή τους.
Οι ζύμες του μελιού δεν αντέχουν σε υψηλές θερμοκρασίες,
είναι όμως ανθεκτικές σε υψηλές συγκεντρώσεις σακχάρων.
Καταστρέφονται ολοκληρωτικά με θέρμανση:
ñ στους 52ÆC για 8 ώρες ή
ñ στους 60ÆC για 20 λεπτά ή
ñ στους 68ÆC για 1 λεπτό.
Τα σπόριά τους καταστρέφονται με θέρμανση στους 72ÆC
για 10 περίπου λεπτά.
Η ζύμωση, λοιπόν, αρχίζει με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες,
που συνήθως επικρατούν στα ορεινά μέρη τον Δεκέμβριο. Στην
περίπτωση αυτή, λόγω της θερμικής κατεργασίας που λαμβάνει
χώρα σε υψηλές θερμοκρασίες, οι ζύμες που περιέχονται κατα-
στρέφονται ολοσχερώς.
Υπάρχουν μελισσοκόμοι που καταφεύγουν στην προσθήκη
γλεύκους ή στεμφύλων, προκειμένου να εμβολιάσουν το μου-
στόμελο ή γλευκόμελο.
Στην περίπτωση που μέχρι την απόσταξη μεσολαβεί το με-
γάλο χρονικό διάστημα του χειμώνα και της άνοιξης, η ζύμωση
γίνεται με τα σπόρια από τον αέρα.
Σε μερικά μέρη, που η απόσταξη γίνεται Οκτώβριο ή Νοέμ-
βριο, ο τρύγος των κηρυθρών γίνεται νωρίς το καλοκαίρι και
προστίθεται καλλιέργεια, ώστε η ζύμωση των σακχάρων να πε-
ρατωθεί περίπου σε ένα μήνα.
Τα βαρέλια με το γλευκόμελο αφήνονται στις θερμοκρασίες
περιβάλλοντος και, όπως είναι φυσικό, σε θερμοκρασίες μι-
κρότερες από 12ÆC η ζύμωση σταματά για όλο τον χειμώνα για
να ξαναρχίσει δειλά-δειλά την άνοιξη, ώστε στις πρώτες μέρες
του Ιούνη να γίνει η απόσταξη.
Εδώ θα πρέπει να τονισθεί ότι στις περιοχές που αποστά-
ζονται τα γλευκόμελα, αυτά με εισήγηση του/των αρμοδίων
χωρικά Τελωνείου/-ων, ο αμβυκούχος κατανέμει την κατά νό-
μο δίμηνη περίοδο απόσταξης που δικαιούται κάθε έτος σε δύο
μηνιαίες, δηλ. τον Οκτώβριο για την απόσταξη των στεμφύλων
και τον Ιούνιο για την απόσταξη του γλευκόμελου.
Στο τέλος της ζύμωσης, λίγο πριν την απόσταξη, μετρήθη-
καν (με υγρή χρωματογραφία) στο γλευκόμελο τα υπάρχοντα
αζύμωτα σάκχαρα, τα οποία ήταν:
ñ Φρουκτόζη: 0,32% w/w
ñ Γλυκόζη: 0,45% w/w
ñ Μαλτόζη: 0,38% w/w
ñ Σακχαρόζη: μη ανιχνεύσιμη
Η ύπαρξη των αζύμωτων σακχάρων προφανώς οφείλεται
στη μη προσθήκη καλλιέργειας ζυμών.
Η απόσταξη
Τις πρώτες μέρες του Ιουνίου, η συγκεντρωθείσα ποσότητα
ζυμωμένου γλευκόμελου (1.300 μέχρι 1.500 κιλά) είναι έτοιμη
για την απόσταξη, η οποία είναι διπλή.

Από την πρώτη απόσταξη λαμβάνεται η σούμα (το άμκο)
που περιέχει όλα τα κλάσματα, δηλ. τις κεφαλές, την καρδιά
και τις ουρές και (σχεδόν) όλη την αιθυλική αλκοόλη, όπως
συμβαίνει με κάθε απόσταγμα που πρόκειται να επαναποστα -
χθεί. Η σούμα έχει έντονα το άρωμα του μελιού και του κεριού.
Το «κόψιμο» στην πρώτη απόσταξη (σταμάτημα της βράσης για
την παραγωγή της σούμας) γίνεται, όταν το απόσταγμα που
εξέρχεται δείχνει περίπου τα 10-12 γράδα, δηλαδή περίπου
0-10% Vol, και συγκεντρώνονται 300 κιλά σούμας 32-35% Vol
με 9 ή 10 συνεχείς αποστάξεις για άμβυκα χωρητικότητας 130
κιλών.
Ακολουθεί η δεύτερη απόσταξη (μετάβραση ή ματάβραση),
κατά την οποία το πρώτο απόσταγμα (σούμα) αρωματίζεται με
την προσθήκη διαφόρων αρωματικών φυτικών ουσιών, όπως
το γλυκάνισο, το αστεροειδές γλυκάνισο, ο βασιλικός, ο κορίαν-
δρος, το μάραθο, η μαστίχα, το γαρύφαλλο, η κανέλα και διά-
φορα φρούτα (κυδώνια, μήλα), που είναι τα πιο συνηθισμένα.
Εδώ, κατά τη διάρκεια της δεύτερης απόσταξης, μερικοί «καζα-
νιάρηδες» διαχωρίζουν μόνο τις ουρές από τα υπόλοιπα κλά-
σματα, οι οποίες και ανακυκλώνονται, δηλαδή προστίθενται σε
επόμενη καζανιά για απόσταξη σούμας.
Από την αρχή της απόσταξης μέχρι τα 18 γράδα (αντιστοι-
χούν περίπου σε αλκοολικό τίτλο 44-46% Vol) οι κεφαλές και
η καρδιά συγκεντρώνονται μαζί και αποτελούν το καθαρό από-
σταγμα, τη Μουντοβίνα, η οποία προερχόμενη απευθείας από
το καζάνι έχει περιεκτικότητα σε αλκοόλη 70-72% Vol (περίπου
26-27 γράδα). Από τα 300 κιλά του αποστάγματος της πρώτης
απόσταξης (σούμας) παράγονται περίπου 150 κιλά Μουντοβί-
νας. Ακολούθως, η Μουντοβίνα αραιώνεται με αποσταγμένο
νερό, ώστε να έχει περιεκτικότητα σε αλκοόλη 56- 59% Vol (21-
22 γράδα).

Η μουντοβίνα, το ούζο και το τσίπουρο
Η Μουντοβίνα μαζί με το Ούζο, το Τσίπουρο και την
Τσικουδιά εντάσσονται στα «σκληρά» ποτά με επιθετικά
οργανοληπτικά χαρακτηριστικά, διότι, ως επί το πλείστον,
έχουν υψηλό αλκοολικό βαθμό, μεγαλύτερο από 40% Vol,
εκτός από την Τσικουδιά της Κρήτης που έχει 35% Vol.
Συνοδεύονται με εδέσματα που έχουν έντονη γεύση
(θαλασσινά, πικάντικες σαλάτες και ντόπια τυριά), συνδέονται
με την παράδοση κάθε τόπου, σε βουνά και θάλασσες και
καλύπτουν όλες τις προτιμήσεις.
Είναι τα «παρεΐστικα ποτά», τα «ορεκτικά», που δένουν με
την κουλτούρα του Έλληνα και το μεσογειακό του
ταμπεραμέντο. Γι’ αυτό και κατά τη διάρκεια της αποστακτικής
περιόδου γίνονται συμπόσια στους χώρους απόσταξης, που
επιδιώκουν τη συντροφικότητα, την επικοινωνία, τη
συγκατάβαση, την αλληλοενημέρωση και το μοίρασμα ή την
κατάθεση προσωπικών εμπειριών και προβλημάτων.
Ειδικά, η μουντοβίνα, η οποία πίνεται από 46-55% Vol,
λόγω του υψηλού ποσοστού των πτητικών συστατικών που
περιέχει, είναι ένα θαυμάσιο ξεχωριστό απόσταγμα, εφόσον
αποστάζεται χωρίς γλυκάνισο, δηλ. χωρίς την ανηθόλη, οπότε
φανερώνονται τα φυσικά αρώματα από το μέλι και το κερί.
Το προφίλ του σημερινού καταναλωτή διακρίνεται από την
έλλειψη γνώσης, αλλά και ενδιαφέροντος να ενημερωθεί για το
τι τρώει και τι πίνει. Αυτό συμβαίνει, διότι υπακούοντας στα
κελεύσματα της μόδας, της διαφήμισης και της ξενομανίας
γίνεται λάτρης των εισαγόμενων στην Ελλάδα ποτών, είτε από
κράτη μέλη των Ε.Κ., είτε από Τρίτες Χώρες. Αργά αλλά σταθερά
ήδη στρέφεται προς τα παραδοσιακά αποστάγματα, όπως δείχνει
η ανοδική πορεία στην κατανάλωση του Τσίπουρου.